ΚΥΠΡΟΣ

Στρατιώτες πάνω σ’ άρματα, απ’ αντικρύ φερμένοι, 
φτάσανε πριν χαράξει η αυγή στην Κύπροτην καημένη.
Στον ύπνο δεν τη βρήκανε μήτε και στο χωράφι,
μα να αδερφοσκοτώνεται λουσμένη μες στο αίμα.

Άκου πως σκούζει τη προσφυγιά, ελιά ξεριζωμένη
και δες η μαύρη μου καρδιά κι αυτή στα δυο κομμένη.
Και από βαθιά σου φώναξε, κατάρα στους φασίστες
κι ανάθεμα στους δυνατούς που τους μικρούς παιδεύουν.