Στρατιώτες πάνω σ’ άρματα, απ’ αντικρύ φερμένοι, φτάσανε πριν χαράξει η αυγή στην Κύπροτην καημένη. Στον ύπνο δεν τη βρήκανε μήτε και στο χωράφι, μα να αδερφοσκοτώνεται λουσμένη μες στο αίμα.
Άκου πως σκούζει τη προσφυγιά, ελιά ξεριζωμένη και δες η μαύρη μου καρδιά κι αυτή στα δυο κομμένη. Και από βαθιά σου φώναξε, κατάρα στους φασίστες κι ανάθεμα στους δυνατούς που τους μικρούς παιδεύουν.