ΑΠ’ ΤΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ

Απ’ τη συνοικία τα λεωφορεία
γέμισαν φανέλες κι αναμμένα μάτια.
Σμάρι οι οικοδόμοι μπρος στη δημαρχία.
Στις γωνιές η νύχτα γίνεται κομμάτια.

Απ’ τη συνοικία μέχρι το λιμάνι
πάνω στους σκυμμένους ώμους του εργάτη
αίμα και τσιμέντο γίνονται χαρμάνι.
Χτίζεται η ζωή μας θάνατο γεμάτη.

Κόκκινη πόλη μες στ’ αγιάζι,
βάλε τα ρούχα τα παλιά.
Άρχισε να γλυκοχαράζει
στα λασπωμένα σου γιαπιά.