ΑΧ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΚΑΗΜΕΝΗ

Τα πορτοκάλια απούλητα,
τα μήλα πεταμένα.
Κι οι γέροι στα μπαλκόνια τους
σα φύλλα μαραμένα.

Και ‘μεις στην πόλη μια ζωή,
υπάλληλοι κι εργάτες,
να κουβαλάμε ολημερίς
τ’ αφεντικά στις πλάτες.

Κι απέξω από την πόρτα μας
οι ξένοι σούρτα-φέρτα
το αίμα, τον ιδρώτα μας,
να πίνουνε αβέρτα.

Αχ, πατρίδα μου καημένη,
ποια κατάρα σε βαραίνει!