ΟΜΟΝΟΙΑ
Ομόνοια, που σε φρουρούν αγάλματα από γύψο,
τα χίλια σου τα πρόσωπα εδώ ξαναγυρνούν.
Αρχοντικά που ρήμαξαν και λουξ ξενοδοχεία.
Φωνές, λαχεία, αντίλαλοι, φαστ φούντ κι εμπορικά.
Φαντάροι που νικήθηκαν χωρίς να πολεμήσουν.
Σκιές χαδιών, υγρές ματιές και βήματα νεκρά.
Ομόνοια, ρολόι εσύ, σ’ ενός αγνώστου χέρι,
αντιδραστήρας της ψυχής, σταθμός πυρηνικός.
Πλατεία, που σε έπλασα, όπως εγώ σε είδα,
χαράματα μιας Κυριακής, μιας Τρίτης δειλινό.
Ταξίδι δίχως νόημα κι εικόνα δίχως ήχο.
Πλατεία, εσύ, πολύβουη μα πάντα αδειανή.