Ένα καρότσι κύλαγε σε χωματένιο δρόμο, και κάθε τόσο έγερνε σαν έβρισκε λιθάρι. Δεν ξέρω αν κουβάλαγε ληστή στη λαιμητόμο, δώρα φτωχών στη ρήγισσα ή χόρτα στο παζάρι.
Ένα καρότσι θα κυλά μετά από χίλια χρόνια, και θα φανεί στη δημοσιά δυο μίλια απ’ το φεγγάρι. Άχυρα πίσω θα σκορπά απ’ τ’ ουρανού τ’ αλώνια, και κάθε τόσο θα πηδά σαν πέφτει σε λιθάρι.